ἀποστενοχωροῦμαι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποστενοχωροῦμαι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀποστενοχωροῦμαι ΔΛιπέρτ. Τζιυπρ. τραούδ. 3,117.

Ετυμολογία

᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. στενοχωροῦμαι, δι᾽ ὃ ἰδ. στενοχωρῶ.

Σημασιολογία

Παύω νὰ στενοχωροῦμαι: Ποίημ. . . . ἔθεν νά αίρετουν μαζὶν μὲ τὸ παιδίν της ταὶ ν᾽ ἀποστενοχωρηθῆ, νά ’ν’ παρηορημένη.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/