ἀπολευκαίνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπολευκαίνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀπολευκαίνω σύνηθ. ’πολευκαίνω Κάρπ. κ.ἀ.
Χρονολόγηση
Αρχαίο
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. ἀπολευκαίνω.
Σημασιολογία
1) Πλύνων τι λευκαίνω Κάρπ.: ᾎσμ. Ὡς ἦτον κάψες φοερὲς τοῦ Μάι τοὶς ἡμέρες, μιˬὰ παππαϊὰ ᾿πολεύκαινε μὲ τρεῖς της θυγατέρες. Συνών. λευκαίνω. 2) Τελειώνω τὸ λεύκασμα σύνηθ.: Ποίημ. Ὥσπου τὸ πλῦμα νὰ σωθῇ κιˬ ὥσπου ν’ ἀπολευκάνουν ν᾽ ἁπλώσουνε καὶ τὰ λευκὰ ’ς τοῦ ποταμοῦ τὰ δέντρα ΣΠασαγιάνν. Ἀντίλ. 28
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA