ἀπολευτερώνω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπολευτερώνω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀπολευτερώνω ἀμάρτ. ’πολευτερώνω Κύπρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἀρχ. ρ. ἀπελευθερῶ.

Σημασιολογία

1) Καθιστῶ τινα ἐλεύθερον, ἐξάγω ἐκ δυσχερειῶν, ἐξ ὑποχρεώσεων. Συνών. λευτερώνω. 2) Ἐπὶ τῶν ἐγκύων, βοηθῶ νὰ γεννήσῃ αἰσίως: Ἅι-Λευτέρι μου, ταὶ ᾽πολευτέρωνέ με! Καὶ μέσ. τίκτω αἰσίως: Ἐπολευτερώθηκα. Συνών. λευτερώνω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/