ἀποσερμὸς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποσερμὸς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

ἀποσερμὸς ὁ, ἀμάρτ. ἀποσυρμὸς Κρήτ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. ἀποσέρνω.

Σημασιολογία

1) Ἡ παρατεταμένη προφορὰ τῶν λέξεων ἐν τῇ φράσει Κρήτ : Ὅdε μιλῇ ἔει ἕναν ἀποσυρμὸ ’ς τὴ φωνή τζη. 2) Τὸ τέλος τῆς ἀποσπάσεως τῆς τριχωτῆς ἐπιφανείας, ἐπὶ τοῦ δέρματος σφαγίων Νάξ. (’Απύρανθ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/