ἀπολησμοβότανο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπολησμοβότανο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀπολησμοβότανο Λεξ. Δημητρ. (λ. ἀπολησμονοβότανο).

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. ἀπολησμονῶ καὶ τοῦ οὐσ. βοτάνι, καθ’ ἁπλολογίαν ἀντὶ ἀπολησμονοβότανο.

Σημασιολογία

Φανταστικὸν βότανον προξενοῦν λήθην τοῦ ἔρωτος: ᾎσμ. Ἀρνί ’φαες μ᾿ ἀρνίστηκες, Ρῆγα, καὶ ξέχασές με καὶ τ᾿ ἀπολησμοβότανο κιˬ ἀπολησμόνησές με. Συνών. ἀπολησμονόχορτο.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/