ἀπολησμόνησι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπολησμόνησι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀπολησμόνησι ἡ, ἀμάρτ. ᾿πολ-λησμόνησι Κύπρ. ’πογλησμόνησι Κύπρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. ἀπολησμονῶ.

Σημασιολογία

Λησμοσύνη, λήθη: ᾌσμ. Ἐν ἔεις ᾿πογλησμόνησιν νὰ σὲ ᾿πογλησμονήσω (δὲν εἷσαι τοιοῦτος ὥστε νὰ λησμονῆσαι). Ἐν ἔχουν ᾽πογλησμόνησιν τὰ μαῦρά της ἀμ-μάδκια, Τὴν μάνναν ἔν’ ποῦ ἔδησεν τ’ ἐκάμαν την κομ-μάδκιˬα. Συνών. ἀπολησμονησιˬά, ἀπολησμονιά, ἀπολησμοσύνη, λησμονησιˬά, λησμονιˬά.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/