ἀποσέρνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποσέρνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀποσέρνω, ἀποσύρω λόγ. κοιν. καὶ Καππ. (Σίλ.) ἀπουσύρου Σκόπ κ.ἀ. ἀποσούρου Τσακων. ’ποσούρου Εὔβ. (Κύμ) ἀποσύρνω Κάρπ. Κρήτ. Νάξ. (’Απύρανθ.) ᾽ποσύρνω Κάσ. Ρόδ. Σύμ. Τῆλ. ᾿πεσύρνω Ρόδ. ’ποσούρνου Εὔβ. (Αὐλωνάρ.) ἀποσέρνω πολλαχ. ᾿ποσέρνω Κρήτ. Ρόδ. Σέριφ. ἀπουσέρνου Στερελλ. (Αἰτωλ.)
Ετυμολογία
Ἐκ του ἀρχ. ἀποσύρω. Διά τόν μεταπλασμόν τοῦ ἐνεστῶτος πβ. σπείρω-σπέρνω, ἐγείρω-γέρνω κττ., περὶ ὧν ἰδ. ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 1,129 κἑξ.
Σημασιολογία
1) ᾿Απομακρύνω τι ἀπό τινος, ἀποσπῶ λόγ. κοιν. καὶ Καππ. (Σίλ.) Τσακων. : Εἶδα κ᾿ ἔπαθα νὰ τὸν ἀποσύρω ἀπὸ τὴ συναναστροφὴ τοῦ δεῖνα. Τ᾿ ἀπέσυρε τὸ παιδί του ἀπὸ τὸ σχολεῖο-ἀπὸ τὸ ᾠδεῖο κττ. κοιν. Νὰ τ’ ἀποσύρῃς τὸ παιδί σ ᾿ἀ τό σπίτ’ αὐτό, ’ιˬά θά σ’ τό πάρουνε, θὰ σ’ το παdρέψουνε ᾿Απύρανθ. Βάλε βοτάνην ν᾽ ἀποσύρῃ τὸ νερὸ ἀπὸ τὸ πάθος Σίλ || ᾌσμ. Κ’ ἐμεῖς ἀποσυρθήκαμε εἰς τὴν Ἁγιˬὰ Ρεμέλη Κρήτ. Δὲ μ’ ἀρωτᾷς τί γίνομαι, ποῦ φταίς ἐσὺ καὶ κρίνομαι. -’Σ τόν ἔρωτα σου κρίνομαι, ἀλλά δεν ἀποσύρνομαι ᾽Απύρανθ. Παππᾶ, κιˬ ἂν εἶσαι χριστιˬανὸς κιˬ ἂν εἶσαι δαφτισμένος, ’πόσυρε τ᾿ ἀποστέφανα πρὸς τὴν κουμπαροπούλλα Ρόδ. Συνών. ἀποτραυῶ. β) ’Επὶ ἑσμοῦ μελισσῶν, ἀπομακρύνων ὁδηγῶ που, κατευθύνω εἰς τὴν κυψέλην Σέριφ.: Τὸ ᾿ποσέρνεις τὸ ᾿σμάρι μ᾿ ἕνα χόρτο. γ) Μέσ. παρασύρομαι πρός τινα, ἀκολουθῶ τινὰ Πελοπν. (Μάν.): ᾎσμ. Ποῦ ᾽χες τὴ γνώμη τὴν καλὴ | κιˬ ἀποσερνόμαστε πολλοί. δ) Ἐπὶ τοῦ δέρματος σφαγίων, φέρω εἰς πέρας, τελειώνω τὴν ἀπόσπασιν τῆς τριχωτῆς ἐπιφανείας Νάξ. (᾿Απύρανθ.) : ᾿Ακόμα δὲ dὴν ἐποσύρανε τὴ bροβεˬά. Κάμε μάνι μάνι ν᾿ ἀποσυρθῇ κ᾽ εὐτή. ᾽Αποσυρμένες εἶναι κ’ οἱ δυˬὸ προβεˬές. Ἡ σημ. καὶ μεταγν. Πβ. Θεόκρ. 22,105 «πᾶν δ᾽ ἀπέσυρε μέτωπον ἐς ὀστέον» (ἐξέδειρε μέχρι τοῦ ὀστοῦ). 2) ᾿Απομακρύνων διὰ τοῦ σαρώθρου καθαρίζω, σκουπίζω Θήρ. Κάσ. Μύκ. Ρόδ. Σύμ. Τῆλ.: Ἔλα ν᾿ ἀποσύρῃς τὸ σπίτι Θήρ. Ν’ ἀποσύρω τὸ σπίτι καὶ νὰ συφέρω αὐτόθ. ‖ ᾌσμ. Τοῦ παπποῦ μου τὸ σπιτάκι | ποῦ ᾽ὲν ἔχει φροκαλάκι, νὰ ᾿ποσύρῃ τὴν αὐλήν του, | νὰ ταΐσῃ τὸ γρουλλίν του Τῆλ. ’Ποσύρετέ τα τὰ στενὰ τὰ ’πάνω καὶ τὰ κάτω, ποῦ θὰ κινήσῃ ὁ γαμπρὸς μὲ τὸ πολὺ φουρσᾶτο Ρόδ. Συνών. σαρώνω, σκουπίζω, φροκαλίζω. β) ᾿Απομάσσω τὰ ὑγρά, τὸ ὕδωρ, σπογγίζω Νάξ. (᾿Απύρανθ.) Ρόδ. Σύμ.: ’Πόσυρε τὰ νερὰ Σύμ. Λές το καὶ δὲ θὰ πέσῃ ’ς τὰ χέριˬα μου ν’ ἀποσύρω τὸ αἷμα dου ’ς τὰ χείλη μου (δηλονότι τὴν αἱματηρὰν μάχαιραν) ᾽Απύρανθ. ‖ ᾎσμ. Φέρτε νερόν, νερὸν νὰ πιˬῶ, νερὸνε ᾽ς τὸ λαΰνι, γιˬὰ φέρτε ερομάντηλον νὰ ᾽ποσυρτῶ ’ς τὴν μούρη Ρόδ. γ) Εὐπρεπίζω, ἑτοιμάζω Ρόδ. 3) Ἐπὶ τοῦ ὕδατος χειμάρρου, ποταμοῦ κττ., ἀποσύρομαι, περιορίζομαι εἰς τὴν κοίτην δηλονότι μετὰ τὴν πλήμμυραν Εὔβ (Αὐλωνάρ.): ’Ποσούρανε τὰ νερά. ’Πόσουρε τὸ ρόμα. β) ᾿Αποβάλλω τὴν ὑγρότητα, στραγγίζω, ἐπὶ τῶν ὀπτωμένων ἄρτων Ρόδ. : ’Ποσύρνουν τὰ ψωμιˬά (ψήνονται καλῶς). Τά ψωμιˬὰ δὲν ἐπόσυραν. ᾿Εποσύραν τὰ ψωμιˬά. 4) Καθίσταμαι ἀδύνατος, καχεκτικός, ἰσχνὸς Κάρπ. Σύμ: ᾿Επόσυρεν τὸ βόδι Σύμ. Ἀποσυρμένη εἶναι Κάρπ. ‖ ᾎσμ. ᾽Ανέγνωρην κιˬ ἀσούσσουμην κόρην, ἀποσυρμένην Κάρπ. 5) Ἐπὶ τοῦ ἐδάφους, ἀποβάλλω τὴν ἰκμάδα, σκληρύνομαι Ἰων. (Κρήν.): ᾿Ηπόσυρεν τ᾿ ἀμπέλι καὶ δὲ σκάβεται. 6) Τραυῶ Κάσ. Νάξ. (᾿Απύρανθ.) Νίσυρ. Ρόδ.: Τό ᾿χανε μέσ’ ’ς τὴ τζικαλούδα νά ᾿θε gλωστῇ ὅλο κ᾽ ἐποσύρνα dο ᾿ς τὸ ’όνατό dωνε ... γιˬὰ νὰ ’ίνεται ἴσο (ἐνν. τὸ νῆμα) ’Απύρανθ. || Φρ. ’Ποσύρω ᾽ς τὰ χείλη τὸ δαχτυλίδι ἢ τὸ μαχαίρι (ἐπὶ αὐτοκτονούντων). || ᾎσμ. Βγάλλ’ ἀπὸ τὸ ’αχτύλι της ὄμορφο ᾿αχτυλίδι,’ς τὰ χείλη της τὸ ’πόσυρε και᾿ βγῆκεν ἡ ψυχή της Κάσ. Κ᾿ ἐφόρει εἰς τὸ χέρι της διˬαμάντι δαχτυλίδι, γύρου τριγύρου μάλαμα και᾿ μέσα τὸ φαρμάκι, ᾿ς τὰ χείλη της τὸ ’πόσυρε κιˬ ὄξω βγαίν’ ἡ ψυχή της Νίσυρ. ’Σ τοὺς οὐρανοὺς τὸ τίναξε, ᾿ς τὰ χέριˬα του τὸ δέχτη, ’ς τὰ χείλη του τὸ ᾿πόσυρε κιˬ ὄξω βγαίν’ ἡ ψυχή του (τίναξε ἐνν. τὸ μαχαίρι) Τῆλ. β) ’Εντείνω, τεντώνω Κρήτ. (Κατσιδ. κ.ἀ.) Μή dο ἀποσύρνῃς τὸ σκοινί, γιατὶ θὰ σπάσῃ Κατσιδ. Ἔτσ᾿ ἁποὺ τ᾿ ἀποσύρνεις θὰ σπάσῃ αὐτόθ. 7) Ὁμιλῶν παρατείνω τὴν προφορὰν συλλαβῆς ἢ συλλαβῶν τινων Εὔβ. (Κύμ. κ.ἀ.) Κρήτ. : Μὴν ἀποσέρνῃς τὴ φωνή σου ὁdὲ μιλῇς Κρήτ. Οἱ Ἀνοριˬᾶτες ᾿ποσούρουν τὴ φωνή dουνε Κύμ. Συνών ξεσέρνω, σέρνω. β) Ὁμιλῶ ἰσχυρῶς Κάρπ.: ᾎσμ. Στριγκε͜ιά φωνὴν ἀπέσυρεν ὅσην κιˬ ἂν ἔβουλε͜ιέτον. 8) Ἔλκω τὴν καταγωγήν, κατάγομαι Κρήτ. (Μονοφάτσ.): ᾿Αποπαδὰ εἶν᾿ ὁ παππᾶς, μὰ ἀποσέρνει ἀπὸ τσοὶ Τούρκους. Συνών. βαστῶ, κρατῶ, σέρνω. 9) ’Ακονῶ, τροχίζω Στερελλ. (Αἰτωλ.) : Πρὶν νὰ κόψῃς νὰ τ’ ἀπουσέρ'ς μὶ τοὺ μασά’ τοὺ μαχαίρ’ σου. Τοὺ χαρbὶ χρειαζόταν γιˬὰ νὰ ἀπουσέρνουντι τὰ κουπίδιˬα. Συνών. ἀκονίζω 1, τροχίζω, 10) Πίπτω ὁρμητικῶς, ρίπτομαι Ρόδ.: ᾎσμ. Θεˬέ, νὰ κόπην τὸ σκοινὶν νά ’πόσυρε σὰν ἄστρον. Συνών. χύνομαι (ἰδ. χύνω). 11) Θέτω καττύματα εἰς φθαρέντα ὑποδήματα Κάρπ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA