ἀπολησμονησιˬὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπολησμονησιˬὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀπολησμονησιˬὰ ἡ, Πελοπν. (Μάν.) ’πολησμονηιˬὰ ΔΛιπέρτ. Τζιυπρ. τραούδ. 2,110 ᾿πογλησμονησιˬὰ Κύπρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. ἀπολησμονῶ.
Σημασιολογία
Ἀπολησμόνησι, ὃ ἰδ., ἐνθ’ ἀν.: Ἀπολησμονησιˬὰ ποῦ τὴν ἔχω τώρα τελευταῖα! Μάν. || ᾎσμ. Ἐν ἕν᾿ τῆς ᾽πογλησμονηιˬᾶς νὰ σὲ ᾿πογλησμονήσω. - Ποίημ. Ἐν ἕν’ τῆς ᾿πολησμονηιˬᾶς ποτ-τὲ τὰ ἔρκατά σας μακάρι ν' ἀκλουθήσουσι τιˬ ἄλλοι νὰ πάν μιτά σας ΔΛιπέρτ. ἔνθ’ ἀν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA