ἀπολησμονιˬάρις
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπολησμονιˬάρις
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἀπολησμονιˬάρις ὁ, Νίσυρ. - ΙΓρυπάρ. Σκαραβ. 21
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. ἀπολησμονῶ.
Σημασιολογία
Ὁ λησμονῶν, ἐπιλήσμων ἔνθ᾽ ἀν. : ᾎσμ. . . . ἐκεῖ μέσα κάθεται ὁ ἀπολησμονιˬάρις, ὅπου μ᾽ ἀπολησμόνησε καῖ πεˬὸ δὲ μὲ θυμᾶται Νίσυρ. - Ποίημ. ’Σ τὸν καρδιˬοκλέφτη ὀμορφονεˬό, τὸν ἀπολησμονιˬάρι ΙΓρυπάρ. ἔνθ’ ἀν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA