ἀπολησμονῶ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπολησμονῶ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀπολησμονῶ Ἤπ. Κάρπ. Κάσ. Κρήτ. Λευκ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Χίος (Καλαμ.) κ.ἀ. -ΔΚαμπούρογλ. Νεράιδ. κάστρ. 106 ἀπολησμονοῦ Σκῦρ. ἀπου’σμουνῶ Θρᾴκ. (Αἶν.) ἀπαλησμονῶ Ἄνδρ. Μεγίστ. Τῆλ. ’πολ-λησμονῶ Κύπρ. ᾿πογλησμονῶ Κύπρ.

Χρονολόγηση

Μεσαιωνικό

Ετυμολογία

Τὸ μεσν. ἀπολησμονῶ . Διὰ τὴν γένεσιν τοῦ γ εἰς τὸν τύπ. ’πογλησμονῶ πβ. λάρος - γλάρος, λεˬόντας - γλεˬόντας κττ.

Σημασιολογία

Λησμονῶ ἐντελῶς, οὐδόλως μνημονεύω ἔνθ’ ἀν.: Ποτέ μου ’ὲν ᾿πογλησμονῶ Κύπρ. ’Ποὺ τὸν καιρὸν ποῦ ’ὲν σέ 'δα ἐπολ-λησμόνησά σε αὐτοθ. || Γνωμ. Πρόσωπα ποῦ ᾿ὲν θωρει͜οῦνται | γλήορα ᾿πολ-λησμονε͜ιοῦνται Κύπρ. || ᾌσμ. Παλα͜ιὸς φραγμὸς δὲν καίεται, καινούργιˬος ’ὲν πατε͜ιέται, μηὲ παλα͜ιὰ ἀγαπητικε͜ιὰ ᾿ὲν ἀπολησμονε͜ιέται Κάσ. Ἄν ἐποξέχασες ἐσύ, μάννα, τ᾿ ἀγαπητοῦ σου, ἐπολησμόνησα κ᾽ ἐιˬὼ τοῦ γλυκοποθητοῦ μου Κάρπ. Ἐπαλησμονηθήκαμε σὰν τὸ πουλλὶ ποῦ πάει ’ς τὴ βρύσι γιˬὰ νὰ πιˬῇ νερὸ κιˬ ὁ κυνηγὸς τ᾽ ἁρπάει Τῆλ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/