ἀποληταριˬάζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποληταριˬάζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀποληταριˬάζω Λεξ. Βλαστ. (λ. ἀπολυταριάζω) Πρω. (λ. ἀπολυταριˬάζω).

Ετυμολογία

Ἐκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. ληταριˬάζω.

Σημασιολογία

Ἀπαλλάσσω τινὰ τῶν δεσμῶν, ἀφίνω ἐλεύθερον.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/