ἀπολιβώνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπολιβώνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀπολιβώνω Πόντ. (Τραπ. Χαλδ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. λιβώνω.
Σημασιολογία
1) Παύω νὰ εἶμαι συννεφώδης, ἀποκτῶ αἰθρίαν: Ἐπελίβωσεν ὁ καιρόν. Συνών. ξεσυννεφιˬάζω. 2) Μεταφ. παύω νὰ εἶμαι σκυθρωπός, γίνομαι εὔχαρις: Φρ. Ἐλίβωσεν κ᾿ ἐπελίβωσεν (ἐκατσούφιασε καὶ ξεκατσούφιασε).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA