ἀπονοημένος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπονοημένος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀπονοημένος ἐπίθ. Πελοπν. (Κορινθ. κ.ἀ.) ἀποηνομένος Πελοπν. (Βυτίν.) ἀποηˬνιˬομένος Πελοπν. (Κλουτσινοχ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τῆς ἀρχ. μετοχ. ἀπονενοημένος τοῦ ρ. ἀπονοοῦμαι. Ὁ τύπ. ἀποηνομένος κατὰ μετάθεσιν τοῦ φθόγγου η ἀσυνιζήτως ἐκφερομένου.

Σημασιολογία

Ἄφρων, ἀνόητος, μωρὸς ἔνθ’ ἀν.: Τί κάθεσ’ ἔτσι ἀποηˬνιˬομένος; Κλουτσινοχ. Γιˬὰ δὲς τὴν κατάντιˬα του, γυρίζει σάν ἀπονοημένος Κορινθ. Ἡ σημ. καὶ ἀρχ. Πβ. Δημοσθ. 1063,7 «εὖ οἶδ᾽ ὅτι οὐδεὶς οὕτω τολμηρὸς ἔσται οὐδ᾽ ἀπονενοημένος ἄνθρωπος». Συνών. ἀπονήρευτος 2.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/