ἀποσηκώνω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποσηκώνω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀποσηκώνω πολλαχ. καὶ Πόντ. (Κερασ. Οἰν.) Μέσ. ἀπουσ᾿κώνουμι Στερελλ. (᾽Ακαρναν.) ἀποσ’κοῦμαι Πόντ. (Κρώμν. Ὄφ. Τραπ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. σηκώνω.

Σημασιολογία

Α) ᾿Ενεργ. 1) Σηκώνω ἐντελῶς, τελειώνω τὸ σήκωμα πολλαχ. : Δὲ βόηθησε ὁ καιρὸς κιˬ ὅσο νὰ ἀποσηκώσωμε τ᾿ ἁλώνιˬα εἴδαμε καὶ πάθαμε (τ᾽ ἁλώνιˬα=τὴ σταφίδα ἀπὸ τὰ ἁλώνια) Κορινθ. Συνών. ξεσηκώνω. 2) Κάμνω τινὰ νὰ σηκωθῇ, νὰ κινηθῇ Πόντ. (Κερασ.) : ᾽Εκάλεσαν ἀτον᾽ς σὸ γάμον κ᾽ ἐπεσήκωσεν τὸν κόσμον. Β) Μέσ. 1) Συρρέω, συναθροίζομαι, οἷον ἐπὶ πανηγύρεων, ἑορτῶν κττ. Πόντ. (Κερασ.): Ὁ κόσμος ἐπεσηκῶθεν (πολὺ πλῆθος συνηθροίσθη). 2) ’Εγείρομαι, σηκώνομαι ἐπάνω, ἵσταμαι ὄρθιος Πόντ. (Οἰν. κ.ἀ.): ’Αποσηκοῦ (σήκω ἐπάνω). β) Ἐγείρομαι ὄρθιος ἐνώπιον ἄλλου σεβασμοῦ ἕνεκα, ὑπανίσταμαι Πόντ. (Κρώμν. Ὄφ. Τραπ.): ᾿Επεσ᾽κῶθα τὸν πεθερά μ᾿ Κρώμν. Τραπ. ’Επεσ’κώθαμε τὸν ποππᾶ Ὄφ. Συνών. προσηκώνομαι. 3) Τελειώνω τὰς γεωργικάς μου ἐργασίας Στερελλ. (᾿Ακαρναν.): Ἀπουσ᾿κώθ᾽κι ἀπ’ τ’ ἀλώ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/