ἀπολιγαίνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπολιγαίνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀπολιγαίνω Κρήτ. Λεξ. Πρω. ᾿πολιγαίνω Κρήτ.
Ετυμολογία
Ἐκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ἐπιθ. λίγος. Ἡ λ. καὶ ἐν Γύπαρ. πρᾶξ. Γ στ. 530 (ἔκδ. ΚΣάθα σ. 245).
Σημασιολογία
Ὀλιγοστεύω, ἐλαττοῦμαι: Ἐπολιγάνα dὰ μαγερεψίματά μας. ᾿Επολίγανε dὸ νερὸ τοῦ πηγαιˬδιˬοῦ. Ἐπολίγανε τὸ αἷμα μου ὁdὸ τό ’δα νὰ πέφτῃ. || Φρ. ᾿Επολίγαν᾿ ἡ καρδιˬά μου (ἕννοιωσα πῶς θὰ λιποθυμοῦσα). || ᾎσμ. Ἦρθ’ ὁ κόbος εἰς τὸ χτένι | κ᾿ ἡ ψυχή μου ἀπολιγαίνει. Ἡ σημ. καὶ ἐν Γύπαρ. ἔνθ’ ἀν. «τὰ μέλη μου ἐκοπήκασι κ᾿ ἡ ψή μου ἁπολιγαίνει».
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA