ἀπόλιγο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπόλιγο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίρρημα
Τυπολογία
ἀπόλιγο ἐπιρρ. Πολλαχ. ἀπολιγοῦ Κρήτ. Χίος ἀπόλιγα Κρήτ. (Σητ.) ἀπολιοῦ Χίος
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν φρ. ἀπὸ λίγο καὶ ἀπὸ λίγου. Ἡ λ. καὶ ἐν Ἐρωτοκρ. Α 2153 χειρόγρ. Χ, ὁμοίως καὶ ὁ τύπ. ἀπολιγοῦ αὐτόθ.
Σημασιολογία
1) Κατὰ μικρὰς δόσεις, λίγο λίγο πολλαχ.: Τοῦ δίνει τὸ ψωμὶ - τὸ κρασὶ - τὸ φαεῖ ἀπόλιγο. Νὰ τρώμε τὸ ψωμὶ ἀπόλιγο ἀπόλιγο νὰ μὴ σωθῇ γρήγορα πολλαχ. Ἀπολιγοῦ νὰ τρώτε, γιατὶ εἶναι φτώχε͜ια Κρήτ. Ἀπολιγοῦ τὸ χύνε, γιˬατὶ δὲ θὰ φτάξῃ αὐτόθ. Ἀπὸ λιοῦ δίε νὰ πάρουν ὅλοι Χίος Δῶσέ τως ἀπὸ λιγοῦ αὐτόθ. Ἀπόλιγο ἀπόλιγο εὔτσε͜ιαξα τ᾿ ἀχούρι μου Γελίν. Ἡ σημ. καὶ ἐν ᾽Ερωτοκρ. ἔνθ’ ἀν. «τὴν πρώτ’ ἐστράφη ἀπολιγοῦ, τὴ δεύτερη πληθένει, | τὴν τρίτη παίρν’ ἀποκοτιά, πλεˬὰ παραμπρὸς ἐμπαίνει». 2) Σπανίως, ἐνίοτε Κρήτ. Τσακων.: Ἀπολιγοῦ πηγαίνω Κρήτ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA