ἀπολιγοθυμζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπολιγοθυμζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀπολιγοθυμζω Πόντ. (Κερασ. Τραπ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. λιγοθυμζω ἢ τοῦ οὐσ. λιγοθυμία.

Σημασιολογία

1) Κάμνω τινὰ νὰ συνέλθῃ ἐκ τῆς λιποθυμίας ἔνθ’ ἀν.: Ἔξυσεν νερὸν ᾿ς σὸν πρόσωπον ἀτ’ καὶ ἀπελιγοθυμσεν ἀτεν Τραπ. Συνών. ἀπολιγώνω. 2) Καὶ μέσ. Συνέρχομαι ἐκ τῆς λιποθυμίας Κερασ. Συνών. ἀποζυγώνω ΙΙ, ἀπολιγοθυμῶ, ξελιποθυμῶ. β) Καταπαύω τὴν ὑπερβολικὴν δίψαν μου Κερασ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/