ἀποσήμαδος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποσήμαδος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀποσήμαδος ἐπίθ. Ἤπ. Θήρ. Κεφαλλ. ’πασήμαδους Λέσβ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ οὐσ. σημάδι.

Σημασιολογία

1) Ὁ φέρων γνώρισμα ἰδιαίτερον Θήρ. : Ἡμέρα ἀποσήμαδη. Πβ. ἀρχ. ἐπίσημος. 2) Ὁ φέρων γνώρισμα ὑπεροχῆς, ἐξαίρετος Λέσβ.: ᾿Πασήμαδ᾿ κουπέλλα. Σήμιρα εἶν᾿ ᾿πασήμαδ᾽ σκό’. Διˬάλιγι τά ’πασήμαδα σταφύλιˬα γιˬὰ νὰ τὰ φάν τ᾿ἀφιd'κά. 3) Ὁ φέρων γνώρισμα μειονεκτικότητος, ὁ μὴ ἄρτιος, ἐπὶ ἀνθρώπου ἢ ζῴου Ἤπ. Κεφαλλ.: Εἶναι ἀποσήμαδο τοῦτο τ᾿ ἀρνὶ Ἤπ. Τ’ πῆγα τοὺ πλεˬὸ ’πασήμαδου τ’ ἀρνί μ’ bαξίσ’ Λέσβ. 4) Οὐδ οὐσ., σημεῖον, τεκμήριον πρὸς βεβαίωσιν Κεφαλλ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/