ἀποστερῶ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποστερῶ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀποστερῶ ἐνιαχ. Μέσ. ἀόρ. ἀποστερήθηκα σύνηθ.

Χρονολόγηση

Αρχαίο

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. ἀποστερῶ.

Σημασιολογία

Στερῶ τινα τελείως: Τὸν ἔπαψε καὶ τοῦ ἀποστέρησε τὸ ψωμί του ἐνιαχ. Μέσ. Ἀποστερήθηκα τὸ φῶς μου (ἐτυφλώθην). Τ᾽ ἀποστερήθηκε ὅλα γιˬὰ νὰ σπουδάσῃ τὸ παιδί του. Ἄν δὲν πάῃ τώρα νὰ πιˬάσῃ δουλε͜ιά, θ᾿ ἀποστερηθῇ τὸ ψωμί του σύνηθ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/