ἀποστέφανο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποστέφανο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀποστέφανο τό, Ρόδ.
Ετυμολογία
Ἐκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ οὐσ. στεφάνι.
Σημασιολογία
Στέφανος τοῦ γάμου: ᾎσμ. Παππᾶ, κιˬ ἂν εἶσαι χριστιˬανὸς κιˬ ἂν εἶσαι δαφτισμένος, ᾿πόσυρε τ᾿ ἀποστέφανα πρὸς τὴν κουμπαροπούλλα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA