ἀποστήθισμα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποστήθισμα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀποστήθισμα τό, λόγ. πολλαχ. ἀποστήθισμαν Πόντ. (Κερασ.) ἀποστήθιγμαν Πόντ (Κερασ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ρ. ἀποστηθίζω.

Σημασιολογία

1) Ἀποστήθισι, ὃ ἰδ., λόγ πολλαχ. καὶ Πόντ. (Κερασ.) 2) Τὸ ἐκ μνήμης λεγόμενον ΙΔραγούμ. Σαμοθρ.2 84: Ἀποκοίμιζε τὰ παραρριγμένα νησιˬωτόπουλλα μὲ διάφορα λόγια ὑπνωτικά, ἀναγνώσματα καὶ ἀποστηθίσματα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/