ἀπονυστερα͜ιὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπονυστερα͜ιὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀπονυστερα͜ιὰ ἡ, Κρήτ. (Κατσιδ. κ.ἀ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ οὐσ. ὑστερα͜ιά. Τὸ ν ἐκ τῆς φρ. 'ς τὴν ὑστερα͜ιὰ ἢ ἐκ κακοῦ χωρισμοῦ ’ς τὴ νυστερα͜ιά.
Σημασιολογία
Τέλος, λῆξις χρόνου ἢ ἐνεργείας, μόνον ἐν ἐνάρθρῳ μετὰ τῆς προθ. εἰς συνεκφορᾷ: Μὴ bειράζῃς, γιˬατὶ θὰ μὲ μανίσῃς καὶ θὰ σὲ δείρω ’ς τὴν ἀπονυστερα͜ιά. Τὸ ἀνεgολλησίδι ἁποὺ βρῆκες θὰ σὲ bλέξῃ ’ς τὴν ἀπονυστερα͜ιά. Συνών. ὑστερα͜͜ιά.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA