ἀποστολικὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποστολικὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀποστολικὸς ἐπίθ. Ἄθ. Κρήτ. (Βιάνν.) ἀποστολιτὴ ἡ, Κύπρ. ἀποστολικό τό, Κέρκ Κρήτ (Σφακ.)
Χρονολόγηση
Μεσαιωνικό
Ετυμολογία
Τὸ μεσν. ἐπίθ. ἀποστολικός.
Σημασιολογία
Α) ᾽Επιθετικ. 1) ᾿Αποστολιˬάτικος 1, ὃ ἰδ.: Ἀποστολικὴ ἢ ἀποστολικε͜ιὰ τράπεζα Ἄθ. 2) Ὁ εἰς τοὺς ᾿Αποστόλους ἀνήκων ἤ ἁρμόζων Κρήτ. (Βιάνν): ’Ελούστηκε, ἐχτενίστηκε ἡ κερὰ Παναγιˬὰ κ᾿ ἤβαλε τ᾽ ἀποστολικά τζη ροῦχα (ἐκ παραμυθ.) Β) Οὐσ. 1) Θηλ. α) ᾽Αγρία κερατέα ἐκ σπόρου ἤτοι ἀνεμβολίαστος παράγουσα ἐκλεκτὸν καρπὸν Κύπρ. β) Ἀνεμβολίαστος ἐλαία καὶ ὁ καρπὸς αὐτῆς Κύπρ. Ἡ λ. καὶ ὡς κύριον ὄν. ὑπὸ τὸν τύπ ᾿Απουστου’κὴ Θράκ. (Μάδυτ.) καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τὸν τύπ. ᾽Αποστολιτὲς Κύπρ. 2) Οὐδ. τρίκογχος σκοῦφος τῶν ἱερέων Κέρκ. Συνών. τρικαντό. 3) Πληθ. οὐδ., τὰ ἐνδύματα τὰ εἰς ᾿Αποστόλους ἁρμόζοντα Κρήτ. (Σφακ): Ἔβανε ἡ Παναγιὰ τ᾿ ἀποστολικά τζη (ἐκ παραμυθ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA