ἀποσκάζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποσκάζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀποσκάζω Χίος κ.ἀ. ’ποσκάζω Κύπρ. (Γερμασ. κ.ἀ.) ᾿ποσκῶ Σίφν Σύμ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. σκάζω.
Σημασιολογία
᾿Επὶ πεπονίων, καρπουζίων κττ., ἀρχίζω νὰ φθίνω ἐξ ὑπερβολικῆς ὡριμάνσεως ἔνθ’ ἀν.: Ἡ πατ-τίχα ἐβαρυψήθην πολ-λὰ τ᾽ ἐπόσκασεν (πατ-τίχα=καρπούζι) Κύπρ. Τὲς πατ-τίχες νὰ τὲς κόβκῃς πρὶν νὰ ᾿ποσκάσουν αὐτόθ. Τὸ πιπόνιν ἔν᾽ ᾿ποσκασμένον Γερμασ. Συνών. παραγίνομαι. β) Μεταφ. μαραίνομαι, γηράσκω Κύπρ. 2) ᾽Επὶ τοῦ γάλακτος τῶν μαστῶν, μεταβάλλομαι ἐπὶ τὸ χεῖρον καὶ ἀκολούθως σταματῶ Κύπρ. : ᾿Επόσκασεν τό γάλαν της ποῦ ’πόκοψεν τὸ μωρόν. Ἔν᾿ ᾽ποσκασμένον τὸ γάλαν μου ’ποῦ τὰ μαράζιˬα. Ἐπόσκασεν τὸ γάλαν. 3) Σχάζω ἐντελῶς, διανοίγω διὰ σχάσεως, οἷον ἐπὶ καρπῶν, ἐπὶ ἀνθέων, ἐπὶ δένδρων κττ. Χίος : Φρ. Ἡ λωλὴ ἀμυγδαλεˬά ἔσκασε κιˬ ἀπόσκασε καὶ καρπὸ δὲν ἔκαμε (ὅτι πρωίμως ἀνθοῦσα πολλάκις ἀποκαίεται ὑπὸ τοῦ ψύχους) Χίος. 4) Ἐπὶ τοῦ κύματος, ρήγνυμαι Σίφν. Συμ.: ᾿Επόσκασε μιˬὰ θάλασ-σα κ’ ἐκόντεψε νὰ μᾶς βουλ-λήσῃ Σύμ. ᾿Επά ᾿ποσκᾷ ἡ θάλασσα Σίφν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA