ἀποσκαλώνω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποσκαλώνω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀποσκαλώνω Πόντ. (Κρώμν. Ὄφ. Τραπ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. σκαλώνω. Πβ. καὶ μεσν. ἀποσκαλώνω.

Σημασιολογία

Σταματῶ τὴν γεωργικήν μου ἐργασίαν εἴτε ὡς περατωθεῖσαν εἴτε διὰ νὰ ἐπαναλάβω αὐτὴν ἔνθ’ ἀν. : Ἐβράδυνε, hάρ’ ν᾿ ἀποσκαλώνουμε (ἐνύκτωσε, λοιπὸν ἂς διακόψωμεν) Ὄφ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/