ἀπονυχτώνομαι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπονυχτώνομαι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀπονυχτώνομαι ἐνιαχ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. νυχτώνομαι, δι᾿ ὃ ἰδ. νυχτώνω.
Σημασιολογία
Καταλαμβάνομαι ὑπὸ τῆς νυκτὸς ἐνιαχ.: Ποίημ. Πόσες φορὲς οἱ δυˬό μας ἐδεκεῖ | δὲν ἀπονυχτωθήκαμε τὰ μάκρη τῆς θάλασσας κοιτάζοντας μαζὶ ΜΜαλακάσ. ᾿Ασφόδ. 155
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA