ἀπόσκαρο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπόσκαρο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀπόσκαρο τό, Πελοπν. (Καλάβρυτ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. ἀποσκαρίζω.
Σημασιολογία
Ὁ μετὰ μεσημβρίαν χρόνος, ἡ τρίτη ἢ τετάρτη ὥρα περίπου, ὅτε γίνεται τὸ σκάρισμα τῶν ποιμνίων, ἡ μετὰ τὸν στάλον ὁδήγησις τῶν ποιμνίων εἰς τὴν βοσκήν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA