ἀπολουρωμάδα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπολουρωμάδα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀπολουρωμάδα ἡ, Νάξ. (Ἀπύρανθ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. ἀπολουρώνω.

Σημασιολογία

Ἴχνος εἰς σχῆμα λωρίδος: Εἴdα σκαbιλεˬὰ ἦτον εὐτή, ὅλον ἀπολουρωμάδες εἶν᾿ ἡ μούρη dου! Κακοπλυμένο ’ναι τὸ φουστάνι, ὅλον ἀπολουρωμάδες εἶναι.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/