ἀποσκάφισμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποσκάφισμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀποσκάφισμα τό, Πόντ. (Σούρμ. κ. ἀ.) ἀποσκάφιγμαν Πόντ. (Σάντ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. ἀποσκαφίζω. ’Ιδ. καὶ ΙΒογιατζίδ. ἐν Ἀθηνᾷ 28 (1916) Λεξικογρ. Ἀρχ. 117 κἑξ.
Σημασιολογία
Ὁ διὰ καταλλήλου δίσκου καθαρισμὸς τῶν σιτηρῶν δι᾿ ἀνατινάξεως αὐτῶν πρὸς τὰ ἄνω. Συνών. τεπούρισμαν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA