ἀποστρέφω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποστρέφω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀποστρέφω Ἄνδρ. Κάρπ. Νάξ. (Κορων. Φιλότ.) Σίφν. ’ποστρέφω ᾿Αμοργ. Κύπρ. Ρόδ. Σύμ. Χίος ᾿ποστρέβκω Κύπρ. Μέσ. ἀποστρέφομαι λόγ. κοιν. καὶ δημῶδ. Σῦρ. Τῆν. κ.ἀ. ἀποστρέφουμαι Πελοπν. (Μεσσ.) κ.ἀ. -Λεξ. Βλαστ. ἀπουστρέφουμι Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.) Σκόπ.

Χρονολόγηση

Αρχαία

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. ἀποστρέφω.

Σημασιολογία

Α) ᾽Ενεργ. μετβ. 1) Ἀναστρέφω τι, φέρω τὸ ἄνω κάτω, γυρίζω Χίος: ’Ποστρέφω τοὺς βώλους τοῦ χωραφιˬοῦ. ’Ποστρέφω τὰ ἄχυρα τοῦ ἁλωνιˬοῦ. 2) Ἐπαναφέρω κατὰ τὴν ἑσπέραν ἐκ τῆς βοσκῆς Κάρπ. : ᾎσμ. Ὁ νοῦς μ᾿ ἐπαραφέρτηκε νὰ μπῶ ᾽οσκὸς μετ᾿ ἔσου, νὰ σοῦ λακ-κώνω τὴν αὐγὴν καὶ νὰ σ᾽ ἀποϋρίζω, νἀ σ᾽ ἀποστρέψω τοὶς ἀρνοὺς καὶ νὰ σοῦ τοὶς ’ιˬακόβγω. 3) Κάμνω τινὰ νὰ ἐπιστρέψῃ, ἐμποδίζω νὰ προχωρήσῃ, γυρίζω ὀπίσω Νάξ. (Κορων. Φιλότ.) Ρόδ Σίφν.: Πάμενε ν᾿ ἀποστρέψωμενε τ᾿ ἀργούδελλα (πάμε νὰ γυρίσωμε τὰ στεῖρα) Φιλότ. ’Ποστρέφω τά ζὰ Ρόδ. Ἄν ἔρχῃ, ᾽ὲν τὸν ἀποστρέφω (ἔρχῃ₌ἔρθῃ) Σίφν. Β) Ἐνεργ. ἀμτβ. 1) Ἐπανέρχομαι, ἐπιστρέφω ᾿Αμοργ. Κάρπ.: ᾿Επόστρεψεν ἡ μάννα μου ἀπὸ τὸ χωράφι ᾿Αμοργ. Ἔννο͜ια σου κιˬ ἅμα θὰ ᾿ποστρέψῃ ὁ πατέρας, θὰ σοῦ ’ποθέξῃ ξύλο αὐτόθ. || ᾎσμ. ᾽Μ-μὲ μῆνας δὲν ἐπέρασε, φεγγάρι δὲν ἐιˬάη, ἐπόστρεψεν τοῦ Ρῆ ὁ γιˬός, τὸν ὅρκον τ’ ἀποστρέφει Κάρπ. Διὰ τὴν σημ. πβ. καὶ μεσν. ἀποστρέφομαι ἐν Χρον. Μορ Ρ στ. 22 (ἔκδ. JSchmitt) «ἂν δώσῃ ὁ Θεὸς κ᾿ ἡ δόξα του ν’ ἀποστραφῶ ’ς τὴν Δύσι». 2) ᾽Αμβλύνομαι, ἐπὶ τέμνοντος ὀργάνου Κύπρ.: Ἐπόστρεψεν ἡ ἀθέρα τοῦ μααιρκοῦ τ’ ᾿ὲν κόβκει. 3) Χάνω τὴν δύναμιν, ἐξασθενῶ Κύπρ. Σύμ.: Ἡ ἀλισσίβα ᾿ποστρέβκει τ’ ’ὲν πκιˬάν-νει τά σταφίδκιˬα Κύπρ. || Φρ. ᾽Ποστρέφει ἡ πληγὴ (ἀρχίζει νὰ ἐπουλώνεται) Σύμ. Συνών ἰδ. ἐν λ. ἀδυναμιˬάζω. Γ) Μέσ. 1) ’Αποστρέφω τὸ πρόσωπον ἀπό τινος, βδελύσσομαι, σιχαίνομαι λόγ. σύνηθ.: ’Αποστρέφομαι τοὺς κόλακες - τοὺς ψεῦτες. ’Αποστρέφομαι τὸν πολὺ κόσμο λόγ. σύνηθ. Κιˬ ἀκόμα τῶν βουνῶν τὴν ὀμορφιˬὰ ἀποστράφηκε ΓΒλαχογιάνν. Μεγάλ. Χρόν 32. Ἡ σημ. καὶ ἀρχ. Πβ. Σοφοκλ. Οἰδ. Κολ 1272 «μὴ μ' ἀποστραφῇς». Συνών. ἀποστροφιˬάζομαι (ἰδ. ἀποστροφιˬάζω 2). 2) Ξηραίνομαι, ἀποξηραίνομαι Ἄνδρ. Κύπρ. Σῦρ Τῆν.: Ἡ σμηρεˬὰ ἀποστράφη Σῦρ. ᾿Αποστρέφεται ἡ φασολεˬὰ αὐτόθ. Μὲ τὸ βορρεˬὰ ἀποστρέφεται τὸ δεντρὸ Τῆν. Σήμερα τὰ φασούλιˬα μας δὲν ψηθήκανε, ἤτανε ἀποστρεμμένα Ἄνδρ. Ἀποστρεμμένα φασόλιˬα Σῦρ. Ἡ πότσα ’έν ἔει στάαν κρασίν, ἔν ξερὸν ταὶ ᾽ποστρεμ-μένον Κύπρ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/