ἀπολοχάζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπολοχάζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀπολοχάζω Πόντ. (Ἀμισ. Κερασ. Κοτύωρ. Σαντ. Χαλδ. κ.ἀ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ οὐσ. λόχη . ’Ιδ. ΣΔεινάκ. ἐν Ἀθηνᾷ 39 (1927) 200 κἑξ. Πβ. ἀπολοχαίνω.

Σημασιολογία

1) Ἐπὶ φαγητοῦ, ἀποβάλλω τὴν λόχην, τὴν φλόγα, τὴν θερμότητα, ἀποψύχομαι ὀλίγον ἔνθ᾽ ἀν.: Ἄφ’ς τὸ φαγεῖν ἄς ἀπολοχάζ’ Κερασ. Χαλδ. Συνών. ἀπολοχαίνω. 2) Μεταφ. ἐπὶ τραύματος, ἀποστήματος κττ., ἀποβάλλω τὴν φλόγωσιν Κερασ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/