ἀποσκελετώνω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποσκελετώνω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀποσκελετώνω Πελοπν. (Μάν.) -Λεξ. Δημητρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ οὐσ. σκελετός.

Σημασιολογία

Μέσ. καθίσταμαι οἱονεὶ σκελετός, ἀπισχναίνομαι: Εἶναι ἀποσκελετωμένος ἀπὸ τὴν πεῖνα Λεξ. Δημητρ. Ἤτανε κωπέλλα φρεγάδα καὶ τώρᾳ τὴν καταντήσανε οἱ γέννες ἀποσκελετωμένη Μάν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/