ἀποσκελίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποσκελίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀποσκελίζω Πόντ. (Κερασ. κ. ἀ.) ᾿ποσκελίζω Ρόδ. ᾿ποσκελῶ Ρόδ. ἀποσκουλίζω Πόντ. (Ὄφ. Σαράχ Τραπ.) Μέσ. ἀποσκουλίουμαι Πόντ. (Σάντ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ μεταγν. ρ. σκελίζω. Διὰ τόν τύπ. ἀποσκουλίζω πβ. σκοῦλος παρὰ τὸ σκέλος. Πβ. τὸ παρ’ Ἡσυχ. « ἀποσκελίσαι• παιδικὴν ὄρχησιν ὀρχήσασθαι».
Σημασιολογία
1) Διέρχομαι ἄνωθέν τινος ἀνοίγων τὰ σκέλη, διασκελίζω Ρόδ. Συνών. ἀποδιˬασκελίζω, ἀποσκελώνω 2, διˬασκελίζω. 2) Διαίρω τὰ σκέλη, οἷον πρὸς βάδισιν Πόντ. (Κερασ. κ.ἀ.): ᾽Εγανάχτεσα καὶ ν᾿ ἀποσκελίζω ᾿κ᾿ ἐπορῶ (ἀπέκαμα καὶ δὲν ἠμπορῶ νὰ προχωρήσω) Κερασ. 3) Ἐξαρθρῶ τὸ σκέλος, τὸν πόδα, διασπῶ, σχίζω Πόντ. (Κερασ. Ὄφ. Σάντ. Σαράχ. Τραπ.): ᾿Αποσκέλισον τὴν κοσσάραν (τὴν ὄρνιθα) Κερασ. Ἀτώρᾳ ἔρχουμαι ἀποσκελίζω σε! (ἀπειλὴ) αὐτόθ. Κρούω τ’ ἀποσκουλίζω σε! Ὄφ. Σαράχ. β) Μέσ. πάσχω ἐξάρθρωσιν τῶν ποδῶν Πόντ. (Σάντ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA