ἀπόλυˬα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπόλυˬα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀπόλυˬα ἡ, Θρᾴκ. Ἴμβρ. Κρήτ. Λέσβ. Μακεδ. Πελοπν. (Καλάβρυτ. Τρίπ. κ. ἀ.) ἀbόλυˬα Πελοπν. (Λάστ. Τριφυλ κ.ἀ.) ἀμόλυˬα Πελοπν. (Μάν.) ἀbόλα Πελοπν. (Τριφυλ.) ἀμόλα Πελοπν. (Καλάβρυτ. Λάστ. Μάν. Τριφυλ. κ.ἀ.) – Γ Ἀθάν. Πράσιν. καπέλλ. 91 ’μόλα Εὔβ. (Κονίστρ. κ.ἀ.) Θρᾴκ. (Κασταν.) Πελοπν. (Βυτίν. Λάστ. κ.ἀ.) Πόντ. (Ἀμισ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. ἀπολύω, παρ’ ὃ καὶ ἀμπολῶ καὶ ἀμολῶ. Περὶ τοῦ σχηματισμοῦ ἰδ. ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 1,76.

Σημασιολογία

1) Ἀπόλυσις, οἷον ἀπὸ τῆς ἐκκλησίας Πελοπν. (Καλάβρυτ.): ’Σ τὴν ἀπόλυˬα τῆς ἐκκλησιˬᾶς ἤρτες; Συνών. ἀπόλυμα 1, ἀπόλυσι 1. 2) Ἐλευθερία, ἀπαλλαγὴ ἀπό τινος δεσμεύσεως, ἐπιτηρήσεως Εὔβ. (Κονίστρ. κ.ἀ.) Θρᾴκ. Ἴμβρ. Λέσβ. Πελοπν. (Καλάβρυτ. Μάν. Τρίπ. Τριφυλ.) Πόντ. (Ἀμισ.) – ΓἈθάν. ἔνθ’ ἀν.: Ἔδωκε τῆς κόρης του ἀπόλυˬα κ᾿ ἔγινε τοῦ δρόμου Τρίπ. Τσ’ ἀφίν’νε ἀπόλυˬα πενήdα μέρες Θρᾴκ. Τοὺς ἔχεις δώσει ἀμόλα τῶν παιδιˬῶ σου Καλάβρυτ. Μἠν τοὺς δώνῃς ᾽μόλα τοῦν παιδίουνε, γιˬατὶ θὰ πάρουνε τοὺς δρόμους Κονίστρ. Εὑρῆκε τώρα τὴν ἀbόλυˬα καὶ κάνει ὅ,τι θέλει Τριφυλ. Δός ἀτο μόλαν Ἀμισ. || Φρ. Παιδὶ τοῦ γλεντιˬοῦ καὶ τῆς ἀμόλας ΓἉθάν. ἔνθ' ἀν. Κορίτσιˬα τῆς ἀμόλυˬας (ἄνευ προστάτου καὶ ἑπομένως κακῆς διαγωγῆς) Μάν. Εἶμι ᾿ς ἀπόλυˬα (εἶμαι ἐλεύθερος καὶ κάμνω ὅ,τι θέλω) Ἴμβρ. Πῆρι τ᾿ν ἀπόλυˬα τ’ (ἀπελύθη ἐκ τοῦ ἔργου του, ἐκ τῆς θέσεώς του) Λέσβ. Συνών. ἀπόλυμα 2. 3) Τὸ κατὰ τὴν ἐν τοῖς ἀγροῖς ἐργασίαν μικρὸν διάλειμμα Θρᾴκ. (Κασταν.): Ἄιˬντε, ᾿μόλα θὰ κάνωμε. 4) Ἐπὶ τῶν βοσκημάτων, ἐλευθερία, ἀνεμπόδιστος βόσκησις Κρήτ. Πελοπν. (Βυτίν. Λάστ. κ.ἀ.): Πολλὴ ἀπόλυˬα ἔχετε (ἄνευ φόβου βόσκετε τὰ ποίμνιά σας) Κρήτ. Ἀφήκατε ᾿μόλα τὰ ζῷα σας καὶ χάλασαν τ᾽ ἀμπέλι Βυτίν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/