ἀποσκελώνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποσκελώνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀποσκελώνω ἀμάρτ. ᾿ποσκελών-νω Τῆλ. ἀπουστσιλώνου Λέσβ. Μέσ. ἀποσκελοῦμαι Πόντ. (Κερασ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ οὐσ. σκέλος.
Σημασιολογία
1) Διανοίγω τὰ σκέλη Πόντ. (Κερασ.): Ἐπεσκελῶθες κ᾿ ἔκατσες (ἐκάθισες μὲ ἀνοιγμένα τὰ σκέλη). Συνών. ἀποδιˬασκελώνω. 2) ᾿Αποσκελίζω 1. ὃ ἰδ., Τῆλ. 3) Ἐπὶ ἀφροδισιακῆς συνουσίας, ἀνοίγω τὰ σκέλη Λεσβ. β) Ερῶ ἐμμανῶς Λέσβ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA