ἀποστροφιˬάζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποστροφιˬάζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀποστροφιˬάζω Δ.Κρήτ. Μέσ. ἀποστροφιˬάζομαι Λεξ. Δημητρ. ἀποστροφουμαι Πόντ. (Ὄφ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀποστροφή.

Σημασιολογία

1) Ὁδηγῶ εἰς κατάλληλον τόπον πρὸς νομήν, ἐπὶ ποιμνίων Δ.Κρήτ.: Ξηλώνω καὶ ἀποτσακίζω καὶ ἀποστροφιˬάζω τά ὀζά. 2) Μέσ. ἀποστρέφω τὸ πρόσωπον ἀπὸ θεάματος ἀποτροπαίου, ἀποτροπιάζομαι Λεξ. Δημητρ. Συνών. ἀποστρέφομαι (ἰδ. ἀποστρέφω Γ1). 3) Μέσ. κατακλίνομαι χωριστά, ἐπὶ τῶν νεονύμφων κατὰ τὴν δευτέραν μετὰ τὸν γάμον νύκτα κατακλινομένου ἑκατέρου εἰς ἄλλην οἰκίαν Πόντ. (Ὄφ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/