ἀποξάφτω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποξάφτω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀποξάφτω Πόντ. (Σάντ. Τραπ. Χαλδ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. ξάφτω.
Σημασιολογία
1) 'Αποβάλλω τὴν θερμότητα, τὴν πύρωσιν: ᾿Επέξαψεν τὸ σίδερον. 2) ᾿Επί τοῦ σώματος, ἀποβάλλω τὴν ἔξαψιν, τὴν φλόγωσιν ἔνθ’ ἀν.: Ξάφτ' κιˬ ἀποξάφτ’ ὁ πρόσωπό μ᾿ Τραπ. Τὰ ποδάρ' μ᾿ ξάφ’νε κιˬ ἀποξάφ’νε (περιοδικῶς φλογίζονται) Χαλδ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA