ἀποξεβάλλω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποξεβάλλω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀποξεβάλλω ἀμάρτ. ἀπουξ'βάνου Σαμοθρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. ξεβάλλω
Σημασιολογία
Διὰ τὸν εἰς -νω -νου τύπ. πβ. ἀποβάλλω - ἀποβάνω. Τὸ ἀπουξ’βάνου κατ’ ἀποβολὴν τοῦ ἐκ τοῦ ε προελθόντος νόθου ι. ᾿Ανταποδίδω καλὸν ἢ κακόν: Σὰ gλώσ’ ἡ--ἄdαας -ι- μ᾽ ἀπ' τοῦ σταατὸ ὅσα μ᾽ ἔκαψις ’αὰ σὶ τ’ ἀπουξ’βάνου (ὅταν ἐπιστρέψῃ ὁ ἄνδρας μου ἀπὸ τὸν στρατόν, ὅσα μὲ ἔκαψες θὰ σοῦ τὰ ἀνταποδώσω).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA