ἀποκευάριστος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποκευάριστος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀποκευάριστος ἐπίθ. Πόντ. (Κερασ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *ἀποκευαριστὸς <ἀποκευαρίζω. Περὶ τῆς στερητ. σημ. τοῦ ἀρκτικοῦ α ἰδ. ἀ- στερητ. 2α.
Σημασιολογία
Ὁ μὴ ἀπαλλαχθεὶς τῶν ἐπιτραπεζίων σκευῶν: ᾿Αποκευάριστον τραπέζιν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA