ἀποσκέφτομαι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποσκέφτομαι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀποσκέφτομαι ἀμάρτ. ’ποσκέφτομαι Ἰων. (Κρήν.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. σκέφτομαι.

Σημασιολογία

Σκέπτομαι, ἐξετάζω τι κατ’ ἐμαυτόν: Τὸ κασαπάκι ’ποσκέφτηκὲνε κ᾿ εὐτὺς πάει ’ς τὸν τσοπάνη καὶ λέει (ἐκ παραμυθ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/