ἀποσκιˬάδα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποσκιˬάδα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀποσκιˬάδα ἡ, Πελοπν. (Λακων. Μάν. Μεσσ.) Κύθηρ.-ΣΠασαγιάνν. ’Αντίλαλ. 11.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἀπόσκιˬος.
Σημασιολογία
1) Σκιὰ ἔνθ’ ἀν.: Κάθομαι ᾽ς τὴν ἀποσκιˬάδα τῆς ἐλα͜ιᾶς Μάν. Ἔκατσα λιγούλλι ’ς τὴν ἀποσκιˬάδα Μεσσ. || ᾎσμ. Θέλετε δέντρη ἀθίσετε, θέλετε μὴν ἀθίστε, κ’ ἐγὼ ’ς τὴν ἀποσκιˬάδα σας δὲν ἔρχομαι νὰ κάτσω (μοιρολ.) Μάν. Ποίημ. Ὁ βοιˬδολάτης ροβολάει τὰ βόιδα του ἀπ᾿ τὰ πλάγιˬα νὰ τὰ σταλίσῃ ᾽ς τοὶς δροσιˬὲς καὶ μέσ᾿ ᾽ς τοὶς ἀποσκιˬάδες ΣΠασαγιάνν. ἔνθ’ ἀν. 2) Ἐπὶ ἀνθρώπου, καχεκτικός, ἀδύνατος, ἀνίκανος Πελοπν. (Μάν.) : Εἶναι μιˬὰ ἀποσκιˬάδα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA