ἀποσκιˬαδερὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποσκιˬαδερὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀποσκιˬαδερὸς ἐπίθ. Πελοπν. (᾽Ανδροῦσ. Μάν.) ἀποσκιˬαδαρὸς Πελοπν. (Κουτήφαρ. Μάν.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἀποσκιˬάδα καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ.-ερός.
Σημασιολογία
1) Σκιερὸς ἔνθ’ ἀν. || ᾎσμ. ’Σ τὴν ἀποσκιˬαδερὴ μερεˬὰ ὁ Μαυροειδῆς ἐσπέρνει. 2) Ὁ σκιαζόμενος κατὰ ὡρισμένας ὥρας Πελοπν. (Κουτήφαρ. Μάν.): ᾿Αποσκιˬαδερὴ ἢ ἀποσκιˬαδαρὴ Μάνη (ἡ πρὸς δυσμὰς τοῦ Ταϋγέτου ὡς σκιαζομένη ὑπ’ αὐτοῦ, ἀντίθ. προσηλιˬακὴ) αὐτόθ. Συνών. ἀποσκιˬερός.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA