ἀποσυκίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποσυκίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀποσυκίζω Κίμωλ. Κύθν. Πελοπν. (Λακων.) Χίος -Λεξ. Δημητρ. ᾽ποσυκίζω Ρόδ. ᾿ποσυτίζω Κύπρ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ οὐσ. σῦκο.

Σημασιολογία

1) ᾿Αποσυκιˬάζω ὃ ἰδ., ἔνθ’ ἀν. : ᾿Αποσυκίσανε οἱ συκεˬές Κίμωλ. ᾽Εμᾶς ἡ συτεˬά μας ἐποσύτισεν Κύπρ. ’Ποσυκίζει ἡ συκεˬὰ Ρόδ. 2) Μεταφ. παύω νὰ τεκνογονῶ Κύπρ. : ᾽Εποσύτισεν τ’ ἡ συτά μας τ’ ἐμεῖς.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/