ἀποξερριζώνω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποξερριζώνω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀποξερριζώνω πολλαχ. ἀπουξιρριζώνου ἐνιαχ. βορ. ἰδιωμ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. ξερριζώνω.

Σημασιολογία

᾿Εκριζῶ ἐντελῶς, ἀφανίζω: ᾎσμ. Τὶ βάρεσε τὸ μόλεσμα καὶ ἡ κακε͜ιὰ χολέρα κ’ ἐκεῖ ὁποὺ θελ’ εὕρει τρεῖς παίρνει μόνο τοὺς δύο |... κιˬ ὅπου εὕρῃ ἕνα μοναχό, τὸν ἀποξερριζώνει.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/