ἀποξεσκολίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποξεσκολίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀποξεσκολίζω Κρήτ. Κῶς κ.ἀ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. ξεσκολίζω.

Σημασιολογία

Παύω φοιτῶν εἰς σχολεῖον ἔνθ᾿ ἀν.: Εὐτὸς ἀποξεσκόλισε, δὲ dοῦ χρειγιˬάζουdαι ἄλλα γράμματα Κρήτ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/