ἀποσκιˬασμὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποσκιˬασμὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἀποσκιˬασμὸς ὁ, ἀμάρτ. ἀπουσκιˬασμὸς Σάμ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. ἀποσκιˬάζω.
Σημασιολογία
1) Προστασία ἀπὸ ἰσχυροῦ. 2) Ἔκπληξις, φόβος. Συνών. σκιˬασμός.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA