ἀποσκιˬερὸς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποσκιˬερὸς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀποσκιˬερὸς ἐπίθ. Κύθηρ. Πελοπν. (Καλάβρυτ Λακων. Μάν Σουδεν.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ἀρχ. ἐπιθ. σκιερός.

Σημασιολογία

Ὁ σκιαζόμενος, σκιερὸς ἔνθ’ ἀν.: Τὸ χωράφι μου εἶναι μπίτι ἀποσκιˬερό, δὲν τὸ παίρνει ὁ ἥλιˬος καθόλου Καλάβρυτ. Τὰ χωράφιˬα μας εἶναι ἀποσκιˬερὰ καὶ γιˬ’ αὐτὸ ἀργοῦνε νὰ μεστώσουνε τὰ σπαρμένα Μάν. Συνών. ἀπόσκιˬος 1. 2) Ὁ σκιαζόμενος εἴτε κατὰ τὴν ἀνατολὴν τοῦ ἡλίου εἴτε κατὰ τὴν δύσιν Πελοπν. (Μάν.): Τὸ χωριˬό μας εἶναι ἀποσκιˬερό, ὁ ἥλιˬος τὸ λέπει πολὺ ἀργά. ᾿Αποσκιˬερὴ Μάνη (ἡ κατὰ τὴν δυτικὴν πλευρὰν τοῦ Ταϋγέτου Μάνη κατ᾿ ἀντίθεσιν πρὸς τὴν προσηλιˬακὴ Μάνη, ἤτοι τὴν ἀνατολικήν). ᾽Αποσκιˬεροὶ Μανιˬᾶτες (οἱ κάτοικοι τῆς ἀποσκιερῆς Μάνης) || ᾌσμ. Ὅλοι καλῶς κοπιˬάσατε, | παππᾶδες μου καὶ λαϊκοί, ἀπὸ τῆς Μάνης τὰ χωριˬά, | προσηλιˬακά κιˬ ἀποσκιˬερὰ Μάν. Μὲ προζηλεύασι πολλοὶ | Νικλιˬᾶνοι κιˬ ἀχαμνόμεροι, προσηλιˬακοὶ κιˬ ἀποσκιˬεροὶ (προζηλεύασι=ἐζήλευον πολὺ) αὐτόθ. ’Αντίθ. ἀνατολικός Α1,προσηλιˬακός. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τοὺς τύπ. Ἀποσκιˬερὴ ἡ, Πελοπν. (Γύθ.) Ἀποσκιˬερὸ τό, Πελοπν. (Μάν.) Συνών. ἀποσκιˬαδερός.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/