ἀποσυρτὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποσυρτὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀποσυρτὸς ἐπίθ. Κρήτ. Σέριφ. ΓΜαρκορ. Ποιητ. ἔργ. 89 -ΚΠαλαμ. Βωμ2 15 ἀποσυρτή ἡ, Θρᾴκ. (Γέν. Σαρεκκλ.) Κάρπ. Ρόδ. Σέριφ. -Λεξ. Μπριγκ. Δημητρ. ἀποσουρτὴ Πελοπν. (Ἀρκαδ.) ἀπουσυρτὴ Λέσβ. ᾿ποσυρτὴ Ρόδ. ᾿πουιˬουρτὴ Θρᾴκ. (Σουφλ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. ἀποσύρω, δι᾿ ὃ ἰδ. ἀποσέρνω.
Σημασιολογία
Α) Ἐπιθετικ. 1) Ὁ ἀποσπώμενος ἀπό τινος Σέριφ.-Λεξ. Μπριγκ Δημητρ. : Τά ᾿καμε τὰ σῦκα ἀποσυρτά (ἀπέσπασεν αὐτὰ ἀπὸ τὴν συκῆν κατὰ τρόπον ὥστε ν᾽ ἀπομείνῃ ἐπὶ τοῦ δένδρου μέρος τοῦ φλοιοῦ) Σέριφ. 2) Ὁ ἀπομακρυσμένος ἀπὸ τοὺς ἄλλους, μονήρης ΚΠαλαμ. ἔνθ’ ἀν. : Ποίημ. ’Σ ἄνανθο βράχο ἀποσυρτός, ἀταίριˬαστος, μονάχος. Συνών. ἀποτραυηγμένος (ἰδ. ἀποτραυῶ). 3) ᾿Εκεῖνος ποῦ ἀποσύρεται, ὑποχωρεῖ, ΓΜαρκορ. ἔνθ’ ἀν.: Ποίημ. ’Σ τὴν ἀναπάντεχτη φωτιὰ χλομοὶ καὶ κρύοι ποδίζουν, ἐνῷ ’ς τὰ ρέπιˬα ἐκεῖ τῆς γῆς τ᾿ ἀποσυρτό τους ρέμα ἀφίνει τετραπάνωτα νεκρὰ κουφάριˬα κ’ αἷμα. Β) Οὐσ. 1) Εἶδος χοροῦ κατὰ τὸν ὁποῖον ἀνὰ δύο μὲν χορεύουν, οἱ δὲ λοιποὶ χορευταὶ ἁπλῶς βοηθοῦν Κρήτ. 2) Λωρὶς δέρματος μὲ ὅλον τὸ λίπος ἀπὸ τὴν σπονδυλικὴν στήλην ἢ τὸ πρόσθιον μέρος νεοσφαγοῦς χοίρου Θρᾴκ. (Γέν. Σαρεκκλ.) Κάρπ. Λέσβ. Πελοπν. (Ἀρκαδ.) Σέριφ -Λεξ. Δημητρ. β) Τὸ ἀποχωριζόμενον δέρμα νεοσφαγοῦς χοίρου μεθ᾿ ὅλου τοῦ λίπους Κάρπ. γ) Τὸ πάχος τοῦ ἥπατος, τὸ ἐπίπλοον Ρόδ. Συνών. βασιλόξυγγο, μαντήλι. δ) Αἰ ψόαι Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) Συνών. ψαρονέφριˬα. 3) Κρέας τὸ ὁποῖον καβουρδίζεται καὶ διατηρεῖται Θρᾴκ. (Σουφλ.) Συνών. καβουρμᾶς.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA