ἀποξυλιˬάζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποξυλιˬάζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀποξυλιˬάζω Πελοπν. (Λακων.) - ΓΒλαχογιάνν. Γῦροι ἀνέμ. 46 -Λεξ. Δημητρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἀπόξυλος.
Σημασιολογία
1) Γίνομαι ξηρὸς ὡς ξύλον, ἀποξηραίνομαι ἔνθ’ ἀν.: Κειτότανε σὰν ἀποξυλιˬασμένος ΓΒλαχογιάνν. ἔνθ’ ἀν. || Φρ. Ξερὸς κιˬ ἀποξυλιˬασμένος (ὁ λίαν ξηρὸς) Λακων. Συνών. ἀποδαυλιˬάζω 2) ἀποξυλαίνω, ἀποξυλιˬανίσκω, δαυλιˬάζω. 2) ᾿Αποψύχω τι ὥστε νὰ παγῇ, παγώνω Λεξ. Δημητρ.: Ἐβγῆκα ἔξω καὶ μοῦ ἀποξύλιˬασε ὁ βορεˬὰς τὰ χέριˬα. Καὶ ἀμτβ. ἀποψύχομαι Λεξ. Δημητρ.: ’Αποξύλιˬασα ἀπὸ τὸ κρύο. Συνών. ξυλιˬάζω, παγώνω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA