ἀποσκιˬώνω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποσκιˬώνω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀποσκιˬώνω Ἤπ. Πελοπν. (Λακεδ) ἀπουσκιˬώνου Στερελλ. (Αἰτωλ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ οὐσ. σκιά.

Σημασιολογία

1) Εἶμαι, κάθημαι ὑπὸ σκιὰν Πελοπν. (Λακεδ.) Στερελλ. (Αἰτωλ.): ᾌσμ. Μᾶς ξερριζώθη τὸ δεντρὶ | ποῦ ᾽χε τόν ἥσκιˬο τόν παχὺ μὲ τοὺς μεγάλους κλώνους | καί ἀποσκιώνανε πολλοὶ ᾿ς τόν ἥσκιˬο του ἀποκάτου (μοιρολ.) Λακεδ. ᾿Ικεῖ κλαράκι δὲ βλουγάει γιὰ ν’ ἀπουσκιˬώσ’ ἡ κόρη, βγάνει τοὺ γιλικάκι της ἥσκιˬου νὰ φκε͜ιάσ᾽ ἡ κόρη. Αἰτωλ. 2) Γίνεται πανταχοῦ σκιά, σκιόφως καλύπτει τὴν γῆν ᾿΄Ηπ. : Ἀποσκιˬώ᾿ ὁ τόπος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/